RADIO

live radio icon

ΤΩΡΑ:  

overfm.gr | ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ | Τα πιο γνωστά παρατσούκλια παικτών που είδαμε στα ελληνικά γήπεδα [pics, vid]

Υπήρξαν ποδοσφαιριστές που έμειναν στην ιστορία περισσότερο γνωστοί, όχι με τα ονόματά τους, αλλά με τα… nickname τους. Γράφει ο Γιώργος Χρονόπουλος.

Φίλαθλοι και δημοσιογράφοι έχουν τους δικούς τους τρόπους να περιγράψουν την απόδοση και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά ενός παίκτη. Από απλά διθυραμβικά προσωνύμια όπως «παικταράς», «τερματάρα», «πολυεργαλείο», από πιο… προωθημένα όπως «παστελωτής», «κανονιέρης» μέχρι άλλα που δεν… λέγονται, ενώ υπάρχει και εισαγωγή σε κατηγορίες όπως αυτή του Μέσι, που κάθε τόσο εμφανίζεται και ένας τέτοιος των… φτωχών στη χώρα μας. Φυσικά αν κάποιος πρέπει με το… ζόρι να έχει κάποιο καλό χαρακτηριστικό επιλέγουμε το «δυναμικός», «έμπειρος» ή «χαλκέντερος» μην τον αφήσουμε παραπονεμένο.

Σε αυτό το άρθρο ΔΕΝ θα ασχοληθούμε με τα παραπάνω, ούτε φυσικά με αυτά που παραπέμπουν σε παραλλαγή του ονόματος του εκάστοτε «ήρωα» (π.χ Μπίλαρος, Τζόλε, Ρίμπο κτλ.) αλλά θα πιάσουμε αυτές τις περιπτώσεις που τα εμφανισιακά ή ποιοτικά χαρακτηριστικά έδωσαν διαχρονικά παρατσούκλια σε παίκτες, με τα οποία αναφέρονται ως και σήμερα. Άλλα προκαλούν γέλιο, άλλα νοσταλγία και άλλα… απορία για το ποιος κάθισε και έκανε τη σκέψη.

Oι «γιατροί»: Λάκης Νικολάου και Σωτήρης Κωνσταντινίδης, έγραψαν αμφότεροι τη δική τους ιστορία με τη φανέλα της ΑΕΚ, αλλά αμφότεροι ήταν το ίδιο επιτυχημένοι και στις θετικές επιστήμες αφού μπήκαν στην ιατρική σχολή. Ο Νικολάου μάλιστα με ιδιαίτερη επιτυχία, αφού σύναψε συνεργασία ως γιατρός της Ένωσης αλλά και του Ολυμπιακού.

Οι «καραφλοί»: Το «τρελό» και… καραφλό δίδυμο της αριστερής πλευράς του Ολυμπιακού στα 90s. Γρηγόρης Γεωργάτος και Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς για προφανείς λόγους πήραν το εν λόγω προσωνύμιο από τους οπαδούς των «ερυθρόλευκων». Ιστορική «καράφλα» βέβαια που μπαίνει στο κάδρο, αποτελώντας αγαπημένη εικόνα της ίδιας δεκαετίας είναι και αυτή του Βασίλη Τζαλακώστα του Αθηναϊκού.

Ο «Μάγος» κι ο «El mago»: Ο Τζιοβάνι Σίλβα ντε Ολιβέιρα προσέφερε μαγικές στιγμές στον κόσμο του Ολυμπιακού και τους Έλληνες φιλάθλους τη δεκαετία του 2000, με το παρατσούκλι «μάγος» να μοιάζει μικρό μπροστά σε αυτά που έκανε με τη μπάλα στα πόδια. Αντίστοιχα μάγος στα ισπανικά (El mago) «βαφτίστηκε» ο Βασίλης Τσιάρτας από τους οπαδούς της Σεβίλλης, που μέχρι σήμερα μελετάνε το «φαρμακερό» αριστερό του πόδι.

Ο «Πρίγκηπας» και ο «Βάτραχος»: O Ντούσαν Μπάγεβιτς έγινε γνωστός και με τα δύο παρατσούκλια καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του στην Ελλάδα. Το αρχοντικό στυλ εντός κι εκτός γηπέδων του χάρισε το παρατσούκλι «Πρόγκηπας του Νερέτβα» από τους φίλους της ΑΕΚ, καθώς η καταγωγή του είναι από το Μόσταρ της Βοσνίας, το οποίο διασχίζει ο ποταμός Νερέτβα. Η φυγή του, ως προπονητής πια, για τον Ολυμπιακό το καλοκαίρι του 1996 τον μεταμόρφωσε σε «βάτραχο» στα μάτια των φιλάθλων της Ένωσης, με την ιστορία να εκτυλίσσεται… ανάποδα σε σχέση με το γνωστό παιδικό παραμύθι.

Ο «Μουστάκιας»: Ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία της Εθνικής Ελλάδος και από τους πιο θρυλικούς «μπόμπερ» στην ιστορία του Ολυμπιακού, Νίκος Αναστόπουλος πήρε παρατσούκλι βασισμένο στην εμφάνισή του, καθώς το μουστάκι του ήταν τόσο χαρακτηριστικό όσο και η ικανότητά του να στέλνει τη μπάλα στα δίχτυα.

Ο «Ράμπο»: O Τάσος Μητρόπουλος, εμφανισιακά τουλάχιστον, δεν έμοιαζε με τον Σιλβέστερ Σταλόνε στο ρόλο του λοχαγού Τζον Ράμπο που «θέριζε» ότι έβρισκε στο διάβα του στην ομώνυμη ταινία. Το κοινό που είχε με τον ήρωα ήταν ότι δεν καταλάβαινε από έδρες, επικίνδυνες φάσεις και αριθμητικό μειονέκτημα σε καυγάδες φτάνοντας να γίνει ένας από τους αγαπημένους παίκτες κυρίως των φίλων του Ολυμπιακού, με τον οποίο συνδύασε τα περισσότερα χρόνια της καριέρας του.

Ο «Μικρός»: Ο μεγάλος «μικρός» του ελληνικού ποδοσφαίρου και του Παναθηναϊκού, Δημήτρης Σαραβάκος, που έκανε το επαγγελματικό του ντεμπούτο μόλις στα 16 του με τον Πανιώνιο το 1977 και ως ο μικρότερος της ομάδας, το παρατσούκλι ήρθε φυσιολογικά και δεν του «ξεκόλλησε» ούτε όταν πήγε στον Παναθηναϊκό, καθώς και βραχύσωμος ήταν και λίγο… baby face, με αποτέλεσμα το «Μητσάρας» να ακούγεται μεν, αλλά να μην υπερισχύει του «μικρός».

Ο «Ντέμης ο τρομερός»: Παραλλαγή της κωμωδίας «Ντένις ο τρομερός» -όπου ένας πιτσιρικάς σπέρνει το χάος στο πέρασμά του και πάντα βγαίνει αλώβητος- για τον Ντέμη Νικολαΐδη, που αποτέλεσε εμβληματικό σημείο αναφοράς της επίθεσης της ΑΕΚ επί σειρά ετών.

Ο «Πιστολέρο»: Ο χαρακτηριστικός πανηγυρισμός του Κώστα Μήτρογλου, με τα χέρια στο στήθος και να σχηματίζουν πιστόλια ήταν εμπνευσμένος από την ταινία «Hitman και του χάρισε το παρατσούκλι «πιστολέρο» τη σεζόν 2013-14 που «μάτωνε» τα δίχτυα με τη φανέλα του Ολυμπιακού.

Ο «Τρομοκράτης»: Ο Ραφίκ Τζεμπούρ συνήθιζε να πανηγυρίζει σχηματίζοντας όπλο με τα χέρια του και κάνοντας πως πυροβολεί σε κάθε κατεύθυνση, ενώ η επιλογή του να φορέσει το παραδοσιακό παλαιστινιακό μαντήλι πανηγυρίζοντας μετά από μία νίκη της ΑΕΚ επί του ΠΑΟΚ του χάρισε το παρατσούκλι «τρομοκράτης» , που τον ακολούθησε και στον Ολυμπιακό αργότερα, όταν συνέχισε να… τρομοκρατεί τις αντίπαλες άμυνες.

Ο «Στρατηγός»: Η ηγετική φυσιογνωμία του Μίμη Δομάζου σε συνδυασμό με τις σπάνιες τεχνικές του αρετές δημιούργησε το παρατσούκλι «στρατηγός» στα 70s, όταν και άκμασε ο παλαίμαχος άσος του Παναθηναϊκού και της ΑΕΚ.

O «Φόντακας»: Ο Γιώργος Σιδέρης παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα ονόματα που ανασύρουν στις συζητήσεις τους οι φίλοι του Ολυμπιακού, παρ’ότι μεσουράνησε στα 60s και στα 70s, και πολλοί του αποδίδουν τον τίτλο του κορυφαίου σκόρερ που πέρασε ποτέ από την ομάδα του Πειραιά. Το «Φόντακας» είναι μία παραλλαγή του «Φώτακας» που ήταν το παρατσούκλι του Φώτη Σιδέρη, πατέρα του Γιώργου.

Η «Κόμπρα»: Ο Φέλιξ Μπόρχα από το Εκουαδόρ θα χτυπούσε σαν… κόμπρα και θα έβαζε 25 γκολ το χρόνο στο ελληνικό πρωτάθλημα. Η παρουσία του στον Ολυμπιακό βέβαια μόνο ανάλογη των δηλώσεών του δεν ήταν και το 2007 αποχώρησε με συνοπτικές διαδικασίες.

Ο «Πάτερ»: Ο Νίκος Κωστένογλου σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του, την οποία συνδύασε κυρίως με την ΑΕΚ, ως παίκτης και ως προπονητής πάντα έδειχνε το σεβασμό και την πίστη του στα Θεία, αναφέροντας συχνά πυκνά τον ύψιστο σε δηλώσεις του. Ε δεν ήθελε και πολύ το «Πάτερ Κωστένογλου» που του κόλλησαν.

Ο «Κολοσσός»: Σχεδόν δύο μέτρα και Ροδίτης στην καταγωγή, ο Τραϊανός Δέλλας δεν γλίτωσε το συγκεκριμένο παρατσούκλι, το οποίο μάλιστα τον ακολούθησε και στην Ιταλία, όπου είχε μεταγραφεί στη Ρόμα από την ΑΕΚ, ενώ έμεινε μόνιμα αντί του… ονόματός του, μετά την κατάκτηση του Euro 2004 με την Εθνική Ελλάδος και το γκολ στον ημιτελικό με την Τσεχία.

«Νίντζα»: Ο Γιάννης Καλιτζάκης ήταν από τους αμυντικούς που κανείς δεν ήθελε να βρεθεί σε διεκδίκηση μαζί του γιατί το να χάσει τη μπάλα, ήταν το… λιγότερο που θα μπορούσε να του συμβεί. Η αμυντική «κολώνα» του Παναθηναϊκού στα 90έβρισκε πάντα τρόπους -εφευρετικούς πολλές φορές- να σταματήσει τον αντίπαλο με κάθε κόστος και δεν ήθελε πολύ δημοσιογράφοι και οπαδοί να τον «βαφτίσουν» ως «Νίντζα».

Ο «Κόναν ο Βάρβαρος»: Ο Θανάσης Κολιτσιδάκης είχε μακρύ μαλλί όπως ο Άρνολντ Σαβρτσενέγκερ στην ταινία του Κόναν και ήταν ο παρτενέρ του «Νίντζα» στην άμυνα του Παναθηναϊκού. Όποιος ξέφευγε από τον Νίντζα συναντούσε λοιπόν τον… Κόναν, με ότι αυτό συνεπάγοταν.

Το «Βουνό»: Ο Γιόζεφ Βάντσικ έβλεπε τον κόσμο από τα 198 εκατοστά και… έκρυβε την εστία του Παναθηναϊκού με το κορμί του, προκαλώντας δέος στους αντιπάλους, ενώ τα προσόντα του δεν ήταν μόνο φυσικά αφού πρόκειται για έναν από τους καλύτερους τερματοφύλακες που αγωνίστηκε ποτέ στην Ελλάδα. Καθόλου τυχαίο πάντως που ο Πολωνός πήρε το προσωνύμιο «Βουνό».

Το «Τρένο»: Με κύριο όπλο την ταχύτητά του, όπως εξάλλου μαρτυρά και η ιστορική κούρσα στο Άμστερνταμ πριν σερβίρει το γκολ στον Κριστόφ Βαζέχα στη μεγάλη νίκη επί του Άγιαξ το 1996, ο Γιώργος Δώνης έμεινε γνωστός με το συγκεκριμένο παρατσούκλι από τον καιρό που φορούσε τη φανέλα του Παναθηναϊκού.

Η «Τυπάρα»: Ούτε ο ίδιος ο Γιώργος Καραγκούνης δεν θυμάται πως του «κόλλησε» το συγκεκριμένο παρατσούκλι, όπως έχει πει και ο ίδιος σε συνέντευξή του. Πάντως η ένταση με την οποία ζούσε κάθε ματς, η ηγετική φυσιογνωμία και η ιδιαιτερότητα στο στυλ του παιχνιδιού του κάνουν το παρατσούκλι να μοιάζει απόλυτα σωστό.

Το «Πουλί»: Ικανός μέχρι και να… πετάξει για να αποκρούσει ένα δύσκολο σουτ, σύμφωνα με τους παλαιότερους, ο Τάκης Οικονομόπουλος αγωνίστηκε σε Παναθηναϊκό και ΑΕΚ μένοντας γνωστός ως το «πουλί».

Το «Φάντομ»: Ο Νίκος Σαργκάνης βρέθηκε από… σπόντα κάτω από τα δοκάρια της Εθνικής Ελλάδας στις 15 Οκτωβρίου του 1980 στο εναρκτήριο ματς των προκριματικών του Μουντιάλ 1982, κόντρα στη Δανία στην Κοπεγχάγη. Η «γαλανόλευκη» πήρε νίκη-έκπληξη με το γκολ του Ντίνου Κούη, αλλά ο Σαργκάνης απογειώθηκε και κατέβασε… ρολά, με αποκορύφωμα την απίθανη επέμβαση σε σουτ του Άλαν Σίμονσεν και από εκείνο το βράδυ έμεινε γνωστός ως «φάντομ».

Ο «Θεωμάς»: Η συνίζηση του Θωμάς και το Θεός μας έδωσε το… Θεωμάς τη δεκαετίας του 80′. Σύλληψη των οπαδών της ΑΕΚ για τον Θωμά Μαύρο, που άκουγε κάθε Κυριακή τους Ενωσίτες να φωνάζουν «Ποιος, ποιος, ποιος ο Μαύρος ο Θεός».

Ο «Τιραμόλα»: Μαλλιά ροκά, κατεβασμένες κάλτσες, φανέλα έξω από το σορτσάκι, σφυρίγματα σε αντιπάλους και άλλα ωραία από τον Νίκο Βαμβακούλα, που εκτός από τα παραπάνω ήξερε να χρησιμοποιεί τα μακριά του άκρα και την ταχύτητά του με τέτοιο τρόπο, που εμφανιζόταν και έφτανε εκεί που δεν τον περίμενε ο αντίπαλος, κερδίζοντας το παρατσούκλι «Τιραμόλα» από «πράσινους» και «ερυθρόλευκους», των οποίων τη φανέλα φόρεσε.

Ο «Φονιάς»: Ένας από τους πιο χαρισματικούς σκόρερ των ελληνικών γηπέδων την δεκαετία του 80′ ήταν ο Χρήστος Δημόπουλος. Ταυτισμένος με μεγάλες στιγμές του Παναθηναϊκού αλλά και του ΠΑΟΚ, οι φίλοι του οποίου τον ονόμασαν «φονιά» λόγω των καθοριστικών γκολ που χάρισαν στην ομάδα τους το πρωτάθλημα της σεζόν 1984-85, με το παρατσούκλι να τον ακολουθεί και στο «τριφύλλι», ιδίως όταν άρχισε να βρίσκει δίχτυα στα ντέρμπι με τον Ολυμπιακό.

Ο «Μεγαλέξανδρος»: Ο Γιώργος Κούδας είναι γέννημα θρέμμα Θεσσαλονικιός που συνδύασε την καριέρα του με τον ΠΑΟΚ, όντας ηγέτης της πρώτης μεγάλης ομάδας του «Δικεφάλου του Βορρά» που στέφθηκε πρωταθλήτρια Ελλάδας. Η μεταγραφή στον Ολυμπιακό που θεωρήθηκε «casus belli» για τους οπαδούς του ΠΑΟΚ δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, οπότε ο Κούδας έμεινε για πάντα στη Μακεδονία και έγινε «Μεγαλέξανδρος».

Ο «Νουρέγιεφ»: Ο Βασίλης Χατζηπαναγής πέρασε όλη του την καριέρα στον Ηρακλή και παραμένει μέχρι σήμερα το μεγαλύτερο «αν» της ιστορίας του ελληνικού ποδοσφαίρου, αφού με τα μαγικά που έκανε με τη μπάλα κανείς δεν ξέρει που θα είχε φτάσει αν κατάφερνε να φύγει για το εξωτερικό ή για άλλο σύλλογο της χώρας, που θα του έδινε τη δυνατότητα να διεκδικήσει τίτλου και να παίξει στην Ευρώπη. Γκολ από κόρνερ, ντρίμπλες που έσπαγαν… μέση και θύμιζαν κινήσεις… μπαλέτου και κούρσες με 5-6 αντιπάλους να ακολουθούν λαχανιασμένοι, ήταν αρκετά ώστε ο «Βάσια» να μετονομαστεί σε «Νουρέγιεφ», που παρέπεμπε στο διάσημο χορευτή της εποχής.

Ο «Λαγός»: Ζάετς σημαίνει λαγός στα κροατικά. Κάποιος λοιπόν το έμαθε όταν ο Βέλιμιρ Ζάετς ήρθε για λογαριασμό του Παναθηναϊκού στην Ελλάδα και τα υπόλοιπα κύλησαν φυσιολογικά.

Ο «Ριπάντο»: Απάντηση που έδωσε χαριτολογώντας ο Τάσος Πάντος σε δημοσιογράφο, αναφορικά με τις ποδοσφαιρικές του ικανότητες. Μία συνίζηση μεταξύ του Ριβάλντο και του Πάντος, που έκανε μόνος του έμεινε τελικά στους φίλους του Ολυμπιακού, οι οποίοι το «κόλλησαν» στον δεξιό μπακ της ομάδας.

Η «Καρολάιν»: Το όνομα της μίας από τις πρωταγωνίστριες στη σειρά «Τόλμη και Γοητεία» δόθηκε στον Χρήστο Πολύζο που αγωνίστηκε στην Α’ Εθνική με τη φανέλα της Κορίνθου στα 90s. O λόγος ήταν η… ομοιότητα στον τρόπο χτενίσματος, σύμφωνα με τους φιλάθλους και τις εφημερίδες της εποχής.

Το «Ελάφι»: Ο Κώστας Ελευθεράκης λόγω του χαρακτηριστικού τρόπου που έτρεχε όταν είχε τη μπάλα στα πόδια, ονομάστηκε έτσι από τους φίλους του Παναθηναϊκού.

Ο «Μιζούρι»: Το 1948 αγκυροβόλησε στο λιμάνι του Πειραιά ένα τεράστιο αμερικανικό πολεμικό πλοίο ονόματι «Μιζούρι». Σε κάποιον προφανώς έγινε ο συνειρμός ότι ταίριαζε «ταμάμ» στον θρυλικό άσο του Ολυμπιακού και της Εθνικής, Ανδρέα Μουράτη, λόγω της σωματοδομής, του δυναμικού του στυλ και του σουτ που θύμιζε… οβίδα.


vstore.gr overfm
vstore workstation



PLANET SPORTS